εξοδικός

εξοδικός
η , όν выходной, выводной, выпускной (о трубе, отверстии и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εξοδικός" в других словарях:

  • εξοδικός — ή, ό (AM ἐξοδικός, ή, όν) [έξοδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο («εξοδικός σωλήνας») αρχ. 1. διεξοδικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξοδικά ή τὰ ἐξόδια κωμικές παραστάσεις που παρωδούσαν σκηνές τού δράματος …   Dictionary of Greek

  • ἐξοδικά — ἐξοδικός belonging to departure neut nom/voc/acc pl ἐξοδικά̱ , ἐξοδικός belonging to departure fem nom/voc/acc dual ἐξοδικά̱ , ἐξοδικός belonging to departure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοδικοί — ἐξοδικός belonging to departure masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοδικῆς — ἐξοδικός belonging to departure fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοδικάς — ἐξοδικά̱ς , ἐξοδικός belonging to departure fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»